ναυπηγίαν

ναυπηγίαν
ναυπηγίᾱν , ναυπηγία
shipbuilding
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CENTAURI Cyprii — in Bacchi copiis, quos cornutos passim describit Nonnus, Dionysiac. l. 5. v. 614. et l. 14. v. 193, et l. 32. v. 71. et natos fingit e Iovis semioe in terram sparso, tum cum Paphiae Veneris amore arderet, naves videntur fuisse e Cypro Insul. quam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κωπηλατώ — (AM κωπηλατῶ, έω) [κωπηλάτης] τραβώ κουπί, κινώ το σκάφος με χειρισμό τών κουπιών, λάμνω αρχ. κινώ κάτι προς τα εμπρός και πίσω, όπως λ.χ. όταν ο ξυλουργός στρέφει το τρυπάνι («ναυπηγίαν δ ὡσεί τις ἀρμόζων ἀνὴρ διπλοῑν χαλινοῑν τρύπανον… …   Dictionary of Greek

  • Αργοναυτικά — Τίτλος που δόθηκε σε τέσσερα αρχαία ελληνικά και λατινικά εθνικά ποιήματα. 1. Έπος του Απολλώνιου του Ρόδιου σε 4 βιβλία, που περισώθηκε ολόκληρο και περιγράφει συστηματικά και με χρονική συνέχεια την Αργοναυτική εκστρατεία. Στα δύο πρώτα βιβλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”